- σιταρχία
- σιταρχίᾱ , σιταρχίαcommissariatfem nom/voc/acc dualσιταρχίᾱ , σιταρχίαcommissariatfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιταρχία — και σιταρκία, ἡ, ΜΑ [σιταρχῶ] η τροφοδοσία, η παροχή τροφής αρχ. 1. το αξίωμα τού σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.) 2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.) 3. η πληρωμή σε… … Dictionary of Greek
σιταρχίας — σιταρχίᾱς , σιταρχία commissariat fem acc pl σιταρχίᾱς , σιταρχία commissariat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρχίαν — σιταρχίᾱν , σιταρχία commissariat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρχίαις — σιταρχία commissariat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρκία — ἡ, Μ βλ. σιταρχία … Dictionary of Greek